-
1 θάρσος
θάρσος, [dialect] Att. [full] θάρρος, [dialect] Aeol. [full] θέρσος (q.v.), εος, τό, ([etym.] θρασύς)A courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against.., ;πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15
; θ. ἴσχε take courage! S.Ph. 807;θ. ἔχειν περί τινος Id.El. 412
;φρεσὶ θ. ἀέξειν Hes.Sc.96
;αἴρειν πρός τι E.IA 1598
;λαβεῖν Act.Ap. 28.15
; butθ. ἔλαβέ τινας Th.2.92
;θ. ἐμπνέειν Od.9.381
;ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76
; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε.. θ. 1.321;ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547
; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31;ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32
;οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς.. E.Hec. 371
: pl.,φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN 1107a33
, cf. Pl.Prt. 360b.2 that which gives courage,ὀλολυγμόν.., θάρσος φίλοις A.Th. 270
, cf. 184: pl., θάρση grounds of confidence, E.IT 1281 (lyr.).II rarely in bad sense, = θράσος, audacity,θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395
; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский